πρωτοκαιρίτικος

πρωτοκαιρίτικος
-η, -ο, Ν
(για καρπούς και λαχανικά) πρώιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + καιρός + κατάλ. -ίτικος (πρβλ. ανατολ-ίτικος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”